- τσαμπουκαλίδικα
- τα воровской жаргон, блат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσαμπουκαλίδικος — η, ο, Ν 1. μάγκικος, ζόρικος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσαμπουκαλίδικα είδος συνθηματικής διαλέκτου τών ανθρώπων τού υποκόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκαλής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. μερακλ ίδικος, μπελαλ ίδικος)] … Dictionary of Greek
τσαμπουκαλίδικος — η, ο 1. που έχει σχέση με τσαμπουκαλή (βλ. λ.): Τσαμπουκαλίδικη γλώσσα. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τσαμπουκαλίδικα συνθηματική γλώσσα ανθρώπων του υποκόσμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)